στάχυς

στάχυς
στάχυς, υος, ὁ
the fruiting spike of a cereal grain, head or ear (of grain) (Hom. et al.; ins, pap, LXX; EpArist 63; Philo, Aet. M. 98; Jos., Bell. 2, 112, Ant. 5, 213 al.; Just., D. 119, 3) in our lit. only of wheat Mk 4:28ab. τίλλειν (τοὺς) στάχυας pick (the) heads of wheat 2:23; Mt 12:1; cp. Lk 6:1.
νάρδου στάχυς (Geopon. 7, 13, 1)=ναρδοστάχυς the flower of the aromatic plant spikenard, (spike)nard flower (shaped like a head of grain) ApcPt 3, 10.—DELG. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στάχυς — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεύτερος μετά τον απόστολο Ανδρέα επίσκοπος Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι γνωστό, αν είναι εκείνος προς τον οποίο απόστολος Παύλος στέλνει ασπασμό (προς Ρωμαίους, επιστολή}. Η μνήμη του τιμάται, την 31η Οκτωβρίου …   Dictionary of Greek

  • στάχυς — στάχῡς , στάχυς ear of corn masc acc pl στάχῡς , στάχυς ear of corn masc nom/voc pl στάχῡς , στάχυς ear of corn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάχυς ο φαρμακευτικός — Πολυετής πόα της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Ελλάδα, σε δάση και λιβάδια της ορεινής και υποορεινής ζώνης. Είναι φαρμακευτικό φυτό, με αντιπυρετικές και αντισπαστικές ιδιότητες. Έχει βλαστούς τετραγωνικούς …   Dictionary of Greek

  • σταχύεσι — στάχυς ear of corn masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχύεσιν — στάχυς ear of corn masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχύεσσι — στάχυς ear of corn masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχύεσσιν — στάχυς ear of corn masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχύων — στάχυς ear of corn masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάχυας — στάχυς ear of corn masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάχυες — στάχυς ear of corn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάχυος — στάχυς ear of corn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”